πρωτεΐδες

πρωτεΐδες
(Proteaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που ευδοκιμούν στις ξηρές περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου. Η οικογένεια αριθμεί 1.100 είδη, που ζουν στην Αυστραλία (720), στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία (262) στη Νέα Καληδονία (27), στην ανατολική Ασία (25) και στην τροπική Νότια Αμερική (36). Οι Π. είναι δένδρα, θάμνοι ή πόες, με φύλλα οδοντωτά, άνθη τετραμερή ή διμερή, συγκεντρωμένα σε στάχυα ή τσαμπιά και σπέρματα χωρίς ενδοσπέρμιο. Στην οικογένεια αυτή ανήκει η γρεβιλλέα, αειθαλές ψηλό δένδρο, με φύλλα σύνθετα και πτεροειδή, μήκους 15-30 εκ. Τα άνθη της είναι πορτοκαλλόχρωμα. Το δένδρο αυτό, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, αναπτύσσεται γρήγορα και το ύψος του φτάνει τα 15 μ. Η γρεβιλλέα η ισχυρή της Αυστραλίας φτάνει σε ύψος τα 25-45 μ. Το χρώμα του φλοιού της, που είναι αυλακωμένο, ποικίλλει από το βαθύ γκρίζο μέχρι το μαύρο.
* * *
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης πρωτεώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteaceae < protea (βλ. λ. πρωτέα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελικία — η γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας πρωτεΐδες …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • λευκόδενδρο — και λευκάδεντρο, το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πρωτεΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucodendron < νεολατ. leucodendron < leuc(o) (< λευκ[ο] *) + dendron (< δένδρον)] …   Dictionary of Greek

  • μακαντάμια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πρωτεΐδες …   Dictionary of Greek

  • πρωτέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πρωτεΐδες που ανήκει στην τάξη πρωτεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. protea < λατ. Proteus (πρβλ. Πρωτεύς)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτεώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια πρωτεΐδες με 62 γένη δέντρων και θάμνων τού νότιου ημισφαιρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. proteales < protea (βλ. πρωτέα) + κατάλ. ales, που στον ελλ. τ. αποδόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • τελοπέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πρωτεΐδες τής τάξης πρωτεώδη και περιλαμβάνει 3 4 είδη αείφυλλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Αυστραλίας και τής Τασμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • αλβουμοειδή — Φαρμακευτική ονομασία σειράς σωμάτων που έχουν στενή σχέση με τα λευκωματοσώματα και αποτελούν τα συστατικά πολλών ιστών, όπως του συνδετικού ιστού, των χονδροκυττάρων, του κερατοειδούς ιστού, των τενόντων κ.ά. Στα σώματα αυτά ανήκουν η γλουτίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”